- κρούω
- (AM κρούω)1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ.β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ' ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.)2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. «κρούω τον κώδωνα τού κινδύνου» — προαναγγέλλω δημοσίως επερχόμενο κίνδυνονεοελλ.-μσν.1. παράγω ήχο χτυπώντας κάτι («τής εκκλησιάς να κρούσεις την καμπάνα δράμε», Παλαμ.)2. (για επιδημική νόσο ή για πάθος) προσβάλλω, κυριεύω3. πυροβολώ ή κανονιοβολώ κάτιμσν.1. ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι2. φονεύω3. εκδικούμαι4. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάποιον5. σπάζω6. συγκρούομαι, μάχομαι7. ηχώ, αντηχώ8. (για άνεμο) φυσώ, πνέω αντίθετα9. (για τον ήλιο) φωτίζω10. βάζω φωτιά11.μέσ. κρούομαιχτυπώ12. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κρου(σ)μένος, -η, -ονα) έκπληκτος, εμβρόντητοςβ) (για σύζυγο) απατημένος13. φρ. α) «κρούω κλοτσιά» ή «κρούω σφονδυλέα» ή «κρούω φουσκία» — δίνω σε κάποιον κλοτσιά ή γροθιά ή χαστούκιβ) «τὸ κρούειν καὶ (τὸ) λαμβάνειν» ή «τὸ κρούειν καὶ τὸ δέχεσθαι» — μάχη, πόλεμοςγ) «τὸ κρούειν καὶ μὴ λαμβάνειν» — πόλεμος, μάχη χωρίς απώλειεςδ) «κρούω ἀστράγαλο» — παίζω κότσιαε) «κρούω βουκιές» — καταβροχθίζωστ) «κρούει βρόμος» — αναδίδεται μια άσχημη μυρωδιάζ) «κρούω ἔξω» — βγάζω έξω, προσαράσσω πλοίοη) «κρούω καλὸν καιρόν» — καλοπερνώθ) «κρούω κωλοκαθέας» — χτυπώ τα οπίσθιά μου καταγήςι) «κρούω πόλεμον» — διεξάγω πόλεμοια) «μέ κροῡσι πόνοι» — πονώμσν.-αρχ.1. κάνω κάποιον ή κάτι να συγκρουστεί με άλλο, συγκρούω («τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν», Ξεν.)2. φρ. α) «κρούω (ἐπὶ) τὴν θύραν» — χτυπώ την πόρταβ) «κρούω χεῑρας» — χειροκροτώαρχ.1. χορεύω χτυπώντας με τα πόδια τη γη ή με τα δάχτυλα τού ενός το άλλο χέρι («εἱλικτὸν κρούσω πόδ' ἐμόν», Ευρ.)2. κεντώ, γαργαλίζω3. εξετάζω, δοκιμάζω («κρούετε δὲ ἀπολαμβάνοντες τὸ καλὸν καὶ ἕκαστον τῶν ὄντων ἐν τοῑς λόγοις κατατέμνοντες», Πλάτ.)4. φρ. α) «κρούω σταθμόν (έτερόζυγον)» — κρουσιμετρώ*β) «κρούω πρύμναν» — οπισθοχωρώ σιγά σιγά με την πρύμνη χωρίς να στραφώγ) «κρούομαι τὸ πτερόν» — πετώ προς τα πίσωδ) «ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῑς λόγοις έκρούομεν» — λογομαχούσαμε.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρούω ανάγεται σε *κρουσ-jω) (< IE *krou-s-, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *kreu-s- «ωθώ, χτυπώ, θρυμματίζω, σπάω») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. sŭ-krušā «χτυπώ, συνθλίβω», λιθουαν. kraušyti, λεττον. krὰuset «χτυπώ, συντρίβω». Στον Όμηρο απαντά τ. κροαίνω < *κροFαίνω (με σίγηση τού -F-) < θ. κρουσ-, με συμφωνική δήλωση τού -υ- (-υ-: -F-) προς αποφυγή τής χασμωδίας που θα εδημιουργείτο με τη σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ-. Για τη διτυπία κρού-ω: κρο-αίνω πρβλ. και ακού-ω*: ακο-ή.ΠΑΡ. κρούσμα, κρούστης, κρουστικός, κρουστόςνεοελλ.κρούσιμο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρουσιδημώ, κρουσίθυρος, κρουσιλύρης, κρουσιμέτρηςμσν.κρουσόλυροςνεοελλ.κρουσιφλεγής, κρουσίφλογος. (Β' συνθετικό) ανακρούω, αντικρούω, αποκρούω, εκκρούω, επικρούω, προσκρούω, συγκρούωαρχ.διακρούω, εγκατακρούω, εγκρούω, εισκρούω, επανακρούω, επισυγκρούω, κατακρούω, μετακρούω, παρακρούω, παρυποκρούω, περικρούω, προεκκρούω, προκρούω, προσεπικρούω, συνεκκρούω, υποκρούωνεοελλ.προανακρούω].
Dictionary of Greek. 2013.